- καταφατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που δηλώνει κατάφαση: Χρησιμοποίησε καταφατική πρόταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταφατικός — affirmative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικός — ή, ό (Α καταφατικός και καταφαντικός, ή, όν) [καταφάσκω] αυτός που δηλώνει κατάφαση, βεβαιωτικός, επιβεβαιωτικός, συναινετικός, επιδοκιμαστικός νεοελλ. φρ. α) «καταφατική κρίση» (λογ.) η κρίση στην οποία το κατηγορούμενο καταφάσκει στο υποκείμενο … Dictionary of Greek
καταφατικά — καταφατικός affirmative neut nom/voc/acc pl καταφατικά̱ , καταφατικός affirmative fem nom/voc/acc dual καταφατικά̱ , καταφατικός affirmative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικῶν — καταφατικός affirmative fem gen pl καταφατικός affirmative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικόν — καταφατικός affirmative masc acc sg καταφατικός affirmative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικαῖς — καταφατικός affirmative fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικαί — καταφατικός affirmative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικοῖς — καταφατικός affirmative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικοί — καταφατικός affirmative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφατικοῦ — καταφατικός affirmative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)